![]() | ![]() |
ον 17" και τον 18° αιώνα στη χώρα μας έφθασε μεγάλος αριθμός Ελλήνων εμπόρων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η οικογένεια Σίνα κατάγεται από τη Μοσχόπο-λη της Βόρειας Ηπείρου, πόλη φημισμένη για τη ζωηρή εμπορική δραστηριότητα και την ανθηρή πνευματική ζωή της. Πολλοί από τους κατοίκους της ήσαν Μακεδονοβλάχοι, αλλά από γλωσσική άποψη καθώς και στα ήθη και τα έθιμα τους είχαν ταυτισθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου με τον ελληνισμό. Όταν οι Τούρκοι, το 1769, κατέστρεψαν τον οικισμό, οι περισσότεροι κάτοικοι' του κατευθύνθηκαν προς την Ουγγαρία για να βρουν καταφύγιο. Η οικογένεια Σίνα εμπορευόταν στη Μοσχόπολη, τη Βιέννη και την Πέστη από τα μέσα του 18uu αιώνα. Η τελική εγκατάσταση τους στη Βιέννη έγινε γύρω στα 1785-1786. Ο Σίμων Σίνας ο πρεσβύτερος το 1798 ίδρυσε δική του εμπορική εταιρία με το όνομα «Σίμων Σίνας και Εταίρος». Στη συνέχεια η οικογένεια έγινε ο σημαντικότερος προμηθευτής δημητριακών και μαλλιού και ο μεγαλύτερος τραπεζίτης της Μοναρχίας των Αψβούργων. Στις 3 Απριλίου 1818 ο Αυτοκράτωρ Φραγκίσκος ο Α' χορήγησε τίτλο ευγενείας στον Σίμωνα Σίνα τον Πρεσβύτερο και στους δύο υιούς του, Γεώργιο και Ιωάννη, με οικόσημο και τα κτήματα Hódos και Kizdia του κομιτάτου Temes, σε αναγνώριση των υπηρεσιών τους. Στην χορήγηση του τίτλου έπαιξαν μεγάλο ρόλο οι πολεμικές προμήθειες με τις οποίες η οικογένεια υποστήριξε τον αυστριακό στρατό κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων.
ο 1832 ο Αυτοκράτωρ Φραγκίσκος ο Α' επεκύρωσε εκ νέου τον τίτλο της οικογενείας με το οικόσημο και απένειμε στον Γεώργιο και τον Ιωάννη Σίνα τον ουγγρικό βαρωνικό τίτλο. Κάθε εικόνα του οικοσήμου έχει τη δική της σημασία: η θάλασσα μι ι ην ευμετάβλητη φύση και τους κινδύνους της συμβολίζει το εμπόριο και τη βιομηχανία (π οικογένεια διακρίθηκε και στα δύο) ενώ ο βράχος στη μέση της σημαίνει την εμπορική και προσωπική σταθερότητα, το μισοφέγγαρο πάνω της είναι η Οθωμανική Αυτοκρατορία με ι ην οποίαν η οικογένεια είχε από πολλά χρόνια καλές οικονομικές σχέσεις, το χρυσό λιοντάρι, μι ίο φυτό βαμβακιού στο δεξί χέρι, θυμίζει την εξέχουσα δραστηριότητα της οικογένειας οιιι βαμβακουργία. Ο λέοντας είναι δημοφιλές ζώο στους θυρεούς και στα οικόσημα και εμφανίζεται σε διάφορα σημεία και αυτού του οικοσήμου (στον θυρεό, ως κόσμημα σε κράνος, κρατώντας ασπίδα), τονίζοντας το συμβολισμό του: τη γενναιότητα και τον ηρωισμό. Ο αετός που εμφανίζεται δύο φορές (θυρεός, κόσμημα κράνους) είναι σύμβολο της Αυστριακής Αυτοκρατορίας αλλά συμβολίζει ταυτόχρονα και την ευγνωμοσύνη του ηγεμόνα για την προς αυτόν εκδηλωμένη πίστη της οικογένειας.
Κατά την παράδοση ο ρομαντικός Ούγγρος συγγραφέας του 19™ αιώνα Mór Jókai, όταν έγραφε το μυθιστόρημα του «0 χρυσός άνθρωπος», στη σκιαγράφηση του κύριου χαρακτήρα χρησιμοποίησε την ιστορία του μυθώδους πλουτισμού ενός προγόνου της οικογένειας Σίνα, ο οιτοίος κληρονόμησε όλη την περιουσία του εταίρου του, ενός Τούρκου πασά, που εκτελέστηκε κατά διαταγή του Σουλτάνου.
βαρώνος Γεώργιος Σίνας (1783-1856) παρέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση το 1822. Τότε η οικογένεια ανέπτυσσε πλέον εκτεταμένη εμπορική και εξαγωγική δραστηριότητα, και εκτελούσε μεταφορές εμπορευμάτων και για λογαριασμό άλλων. Από την Τουρκία εισήγαγαν κυρίως προϊόντα της Ανατολής ενώ από την Αυστρία στην Τουρκία μετέφεραν βιομηχανικά προϊόντα. Τους ευνοούσε το γεγονός ότι γνώριζαν καλά τους τόπους προέλευσης των προϊόντων και τα κέντρα του εμπορίου και της βιομηχανίας: η οικογένεια ήταν υποστηρικτής και δωρητής αρκετών βιομηχανιών (π. χ. της βιομηχανίας νημάτων του Pottenáorf στη Νότια Αυστρία).
Κατά την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων, η οικογένεια γρήγορα έγινε ιδιοκτήτρια ενός από τους πλουσιότερους εμπορικούς και τραπεζικούς οίκους της Μοναρχίας. Ο Γεώργιος Σίνας είχε στα χέρια του σημαντικό μέρος του εμπορίου καπνού και μαλλιού της Ουγγαρίας. Ως καπνέμπορος αγόραζε, στην περιοχή του Szeged, κατ' αποκλειστικότητα τα φορτία που κατευθύνονταν προς τις χώρες της Δύσεως. Ο καπνός μεταφερόταν κατευθείαν στο Αμβούργο. Μόνο τα δικά του πλοία μετέφεραν το αλάτι από το Szeged στο Pozsony (σημερινή Μπρατισλάβα). Με το χρόνο η εμπορική δραστηριότητα πέρασε σε δεύτερη μοίρα και από στη δεκαετία του '30 και του '40 η σημαντικότερη πηγή εισοδημάτων του Τραπεζικού Οίκου Σίνα έγινε η δανειοδότηση του κράτους. Σημαντική πηγή ήταν επίσης η δανειοδότηση ιδιωτών και η διαχείριση των περιουσιών άλλων.
σκοπός του βαρώνου Γεωργίου Σίνα δεν ήταν ο γρήγορος πλουτισμός. Συνήθως υποστήριζε επιχειρήσεις που αργούσαν να καρποφορούν αλλά απέφεραν βέβαιο κέρδος. Σε αντίθεσπ με τους Ούγγρους αριστοκράτες της εποχής του, αντιλήφθηκε τη σημασία και τα οικονομικά πλεονεκτήματα των συγκοινωνιακών σχεδίων του κόμη István Széchenyi. Γι' αυτό ήταν και ο πρώτος να υποστηρίξει τις ιδέες του κόμη για τη Γέφυρα των Αλυσίδων, τη διώρυγα Δουνάβεως-Tisza, και την ατμοπλοία.
Ο Γεώργιος Σίνας, ως εκπρόσωπος της Ανώνυμης Εταιρίας «Γέφυρα των Αλυσίδων», υπέγραφε το συμβόλαιο λειτουργίας της γέφυρας το 1839 και το Κοινοβούλιο το επεκύρωσε το 1840. Βάσει του συμβολαίου η «Γέφυρα των Αλυσίδων Α. Ε.» μετά από 87 χρόνια λειτουργίας όφειλε να παραδώσει τη γέφυρα στο ουγγρικό κράτος. Ρύθμισαν και τα έξοδα συντήρησης καθώς και τις άλλες δαπάνες. Οι εργασίες ανέγερσης άρχισαν το 1839, η πανηγυρική κατάθεση του θεμέλιου λίθου έλαβε χώρα το 1842 και τα εγκαίνια έγιναν την 1η Νοεμβρίου 1849. Η Γέφυρα των Αλυσίδων ήταν η πρώτη μόνιμη γέφυρα η οποία εξασφάλισε τπν τόσο σημα-ντική για το εγχώριο εμπόριο σύνδεση μεταξύ Πέστης και Βούδας, του ανατολικού και του δυτικού μέρους της χώρας. Χάρη σε αυτήν μπόρεσε η πρωτεύουσα να εξελιχθεί και να γίνει το πνευματικό και οικονομικό κέντρο που είχε οραματισθεί ο Széchenyi.
Ιωάννης Σίνας (1804-;) δεν ήταν τόσο τυχερός στις οικονομικές του επιχειρήσεις όπως ο ετεροθαλής αδελφός του. Στο Szem Miklós της Ουγγαρίας ίδρυσε εργοστάσιο ζαχάρεως, το οποίο όμως δεν εκπλήρωσε τις αρχικές ελπίδες του. Ο πληθυσμός της Βιέννης - σε αντιπαράθεση με τον πλούτο και την επιτυχή δραστηριότητα του Γεωργίου - έλεγε τον Ιωάννη, ειρωνικά, «φτωχό Σίνα», μολονότι και τα δικά του έσοδα ήταν πολύ σημαντικά. Ο Ιωάννης Σίνας, ως ένας εκ των πρώτων μετόχων της Ανώνυμης Ατμοπλοϊκής Εταιρίας του Δουνάβεως, υποστήριζε τα σχετικά σχέδια του κόμη Ιβτνάη Széchenyi. Παράλληλα - όπως και τα άλλα μέλη της οικογένειας - και αυτός βοηθούσε σε πολλά μέρη. Ως προστάτης της ενορίας στα έτη 1862-65 χρηματοδότησε την αποκατάσταση του - κατεστραμμένου από φωτιά το 1841 - ναού του Lébény.
Και η σύζυγος του, η Μαρία Νικαρούση, ήταν ελληνικής καταγωγής αλλά δεν απόκτησαν παιδιά. Οι Σίνα ήσαν οι κύριοι υποστηρικτές του Széchenyi και στον τομέα των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών: η οικογένεια Σίνα ήταν εκείνη που πήρε άδεια από το κράτος για τη σιδηροδρομική γραμμή Biévv^-Wiener-NeusTadt-Sopron-Győr. Όμως ο τραπεζικός οίκος Σίνα δεν ήταν μόνο από τους σημαντικότερους υποστηρικτές των ιδεών του Széchenyi αλλά και διαχειριστής της προσωπικής του περιουσίας.
ο 1809 ο βαρώνος Γεώργιος Σίνας νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Δέρρα (1792-;), η οποία καταγόταν από εύπορη ελληνική εμπορική οικογένεια της Ουγγαρίας - αν και ο τίτλος ευγενείας απονεμήθηκε στην οικογένεια αργότερα, το 1820. Όπως προκύπτει από το δίπλωμα απονομής οικοσήμου, την τιμή αυτή τη δικαιολογούσαν η ενάρετη ζωή του Ναούμ Δέρρα, οι πολεμικές υπηρεσίες και η ακλόνητη πίστη του στον Αυτοκράτορα. Το σπίτι της οικογένειας Δέρρα - που καταστράφηκε κατά τη μεγάλη πλημμύρα της Πέστης αλλά ανοικοδομήθηκε εκ νέου αργότερα - βρισκόταν στη γωνία της σημερινής πλατείας Erzsébet και της σημερινής Οδού 6. Οκτωβρίου.
Ο βαρώνος Σίνας δεν ήταν φειδωλός όταν επρόκειτο για φιλανθρωπικές προσφορές, απέδειξε αρκετές φορές τη γενναιοδωρία του. Το 1838, μετά τη μεγάλη πλημμύρα της Πέστης, πρόσφερε 40.000 φιορίνια στους πλημμυρόπληκτους και έδωσε χαμηλότοκο δάνειο ύψους αρκετών εκατομμυρίων στην πόλη. Η ευεργετική του δράση δεν έμεινε χωρίς ανταπόκριση: στις 23 Ιανουαρίου 1839 η πόλη της Βούδας τον ανακήρυξε επίτιμο πολίτη της. Ο Γεώργιος Σίνας δεν λησμόνησε την πατρίδα του και υποστήριξε πολλές ελληνικές πρωτοβουλίες. Τα χρόνια αυτά ήταν τα χρόνια της ελληνικής αναγέννησης, της διαμόρφωσης του ελληνικού κράτους. Το 1842 ο βαρώνος ίδρυσε αστεροσκοπείο στην Αθήνα, τα έξοδα συντήρησης του οποίου εκάλυπτε ο ίδιος και, μετά τον θάνατο του, για 20 χρόνια, ο υιός του, Σίμων Σίνας.
τις 25 Φεβρουαρίου 1839 η πόλη Szeged απένειμε δίπλωμα επίτιμου πολίτη στον βαρώνο Γεώργιο Σίνα. Στην αιτιολόγηση διαβάζουμε τα ακόλουθα: «Μελετήσαντες και λαβόντες υπ' όψιν τας εκάστοτε πατριωτικής υπηρεσίας της Αυτού Εξοχότητος, κυρίου κυρίου Γεωργίου Σίνα, Ελευθέρου Βασιλικού Βαρώνου του Hódos και του Kizdia, προς όφελος και συμφέρον της πατρίδος ημών, καθώς και την εξαιρετικήν προθυμίαν και ακαταπόνηιον ζήλον όν έδειξεν εις την δημιονργίαν και ίδρυσιν διαφόρων κοινωφελών επιχειρήσεων και ιδρυμάτων - τας γενναιόδωρους αυτού θυσίας ας προσήνεγκεν εις τον βωμόν της ανθρωπότητος, βοηθήσας τοις εις πτωχείαν καταπεσούσιν κατοίκοις των εκ της επικινδύνου εκχειλίσεως του ποταμού Δουνάβεως αμέ-τρως ζημιωθεισών αδελφών πρωτευουσών Βούδας τε και Πέστης καθώς και τον ενθουσιασμόν μεθ' ου εβοήθησεν το εγχώριον εμπόριον όπως φθάση εις μεγαλυτέραν ακμήν -, ιδίως δε την υπ' αυτού αναζωογόνησιν, δια της διανομής αναγκαίας βοηθείας, της ήδη σχεδόν παρηκμασάσης παραγωγής καπνού προς όφελος χιλιάδων παραγωγών...»
0 Γεώργιος Σίνας στην ουσία ήταν ο πρώτος επίτιμος πολίτης του Szeged, ο οποίος έλαβε αυτήν την τιμητική διάκριση από την πόλη για την οικονομική δραστηριότητα του. Η αποθήκη καπνού του βαρώνου ανεγέρθηκε στην όχθη του ποταμού Tisza στο τμήμα Νέο Szeged. Ο καπνός παραγόταν από τους κατοίκους των γύρω οικισμών και μεταφερόταν σε πλοία του Σίνα στην πόλη Tolna και από εκεί στη Δύση.
Γεώργιος Σίνας αγόρασε κτήματα από τους πτωχευμένους αριστοκράτες σε όλη σχεδόν την επικράτεια της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, και έτσι έγινε κύριος περίπου 1.368.000 στρεμμάτων. Η εστία της οικογένειας ήταν στο Rappoltenkirchen της Αυστρίας. Το μέγαρο αγοράστηκε το 1814 από τον Γεώργιο Σίνα και μετασκευάστηκε από τον Δανό Θεόφιλο Hansen το 1854. Τότε, σύμφωνα με τα σχέδια του αρχιτέκτονα, στον κήπο ανεγέρθηκε ένα μικρό παρεκκλήσι και μία οικογενειακή κρύπτη.
Στην Ουγγαρία είχαν σημαντικά κτήματα στα κομιτάτα Trencsén, Πέστη και Fejér. Παρά το γεγονός ότι στην Ουγγαρία της εποχής υπήρχε ο φόβος ότι η απόκτηση κτημάτων από ξένους θα είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά των κερδών στο εξωτερικό και την παραμέληση των αναπτυξιακών έργων, κατά τη μαρτυρία των συγχρόνων στην περίπτωση του Γεωργίου Σίνα οι ανησυχίες αυτές δεν φαίνονταν να επαληθεύονται. Στα κτήματα του έκανε επενδύσεις για να τα καταστήσει κερδοφόρα, και ανέθεσε τη διαχείριση τους σε ειδικευμένους, ικανούς διαχειριστές.
Ο βαρώνος Γεώργιος Σίνας αγόρασε τα λουτρά του Trencsénteplic από τον βαρώνο Illésházy στη δεκαετία του '30. Συνέχισε την ανάπτυξη του οικισμού, δημιούργησε τον κήπο της λου-τρόπολης και άνοιξε μία πηγή με άφθονα νερά, η οποία ονομάστηκε Πηγή Σίνα.
ταν, το 1856, ο Γεώργιος Σίνας πέθανε στη Βιέννη, κληροδότησε στον υιό του Σίμωνα 29 τσιφλίκια, συνολικά περίπου 80 εκατομμύρια φιορίνια. Παραλαμβάνοντας την πατρική κληρονομιά ο βαρώνος Σΐμων Σίνας μοίρασε, εις μνήμην του πατέρα του, μία μικρή περιουσία στους φτωχούς της Βιέννης και έδωσε ενισχύσεις σε πολυάριθμα πολιτιστικά ιδρύματα.
«Αφ' ής στιγμής παρέλαβεν την μεγάλην κληρονομίαν έως της τελεντής τον βίου τον ανήκεν εις την ομάδα εκείνην των ανθρώπων οίτινες αεί ηρώτοι εβοήθονν εις πάντα τα ωφέλιμα εις την πατρίδα οικονομικά και πολιτιστικά έργα, ίνα ηνωμένοι μετ άλλων δυνατής θελήσεως και φιλοπάτριδων ανδρών τον έθνους, προωθούντες την σννεχή ανάπτυξιν και ωρίμανση, αναβιβάσωσι την καθν-στερημένην πλην ενθονσιωδώς προοδεύουσαν και ακολουθούσαν την καθοδηγητικήν φλόγα τον Széchenyi φνλήν ημών επί τηλικοντου υψώματος εφ' ού δεν θα πρέπη να αιαχννηται εν τη σνναν-λία των πεπολιτισμένων λαών της Ενρώπης» - έγραφε ο Lőrincz Tóth. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, από τον Μάϊο 1856 - όταν ο Σίμων Σίνας παρέλαβε την κληρονομιά του πατέρα του - έως το Μάρτιο 1876, οι δωρεές του στην Αυστρία και την Ουγγαρία ανήλθαν σε 500.000 φιορίνια, χωρίς, φυσικά, να υπολογίσουμε τις ενισχύσεις στην Ελλάδα (τη χρηματοδότηση του κτιρίου του Πανεπιστημίου, της λειτουργίας του Αστεροσκοπείου και του κτιρίου της Ελληνικής Ακαδημίας).
Lőrincz Tóth, όταν εκφώνησε, στην Ακαδημία, τον επιμνημόσυνο λόγο του για τον Σίμωνα Σίνα, συνέκρινε τον υιό με τον πατέρα με τα ακόλουθα λόγια: «Ορθώς, ίσως, ήθελον περιγράφει την διαφοράν των χαρακτήρων τον αποκτήσαντος την περιονοίαν μεγάλου Γεωργίου, και του σνντηρήσαντος και μετά σοφίας και ευγενούς καρδιάς απολαύααντος αυτήν Σίμωνος, λέγων ότι αμφότεροι όντες «βαρώνοι και τραπεζίται» ο μεν ήτο μάλλον τραπεζίτης, ο δε μάλλον βαρώνος, ή, εν ετέροις λόγοις, περισσότερον αριστοκράτης παρά έμπορος. Ο γέρων Γεώργιος δικαίως εθεωρείτο οικονομική και εμπορική ευφυΐα πρώτης τάξεως: ήτο προ πάντων άνθρωπος των υλικών συμφερόντων και πολίτης του κόσμου, όστις καλών εις την τράπεζάν τον ή εις το θεωρείον του επισκέπτας, εν ώ οι υπηρέται έχεον εις τα ποτήρια την τεριρίψνχον σαμπάνιαν και η Malibran ή άλλη τις αηδών της σκηνής συνήρπαζεν το ακφοατήριον με τα τερετίσματα της, συνήθως έκαμνεν σπουδαίας και επιτυχείς συναλλαγάς...»
Ένας άλλος σύγχρονος, ο Béla Tóth σημείωσε το εξής ανέκδοτο για τον πατέρα και τον υιό: «Όταν ο βαρώνος Σίμων Σίνας ετύγχανε να δίδη πάρα πολλά προς υποστήριξη επιστημονικού τίνος ή καλλιτεχνικού σκοπού, ο πατήρ του, ο γέρων Γεώργιος επαναλάμβανε πάντοτε την ήδη παροιμιώδη ενφνολογίαν τον. - Ο υιός μον ημπορεί να το κάμη, επειδή έχει πλούσιον πατέρα.»
Σίμων Σίνας γεννήθηκε στη Βιέννη, στις 15 Αυγούστου 1810. Οι γονείς του φρόντισαν να του παρέχουν γερή παιδεία που θεμελίωσε την κλίση του προς τις τέχνες και τις επιστήμες. Τελείωσε το γυμνάσιο στη Βιέννη όπου στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, ιστορίας και οικονομικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο. Μεγάλη επίδραση άσκησε πάνω του ο Ludwig Remboldt, ο οποίος αργότερα υποχρεώθηκε να φύγει από το Πανεπιστήμιο λόγω των φιλελεύθερων ιδεών του. Είχε εξαιρετικό ταλέντο στις γλώσσες: εκτός από τα ελληνικά, τα ουγγρικά και τα γερμανικά - γλώσσες που ήταν σε χρήση στην οικογένεια - ήξερε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του προφανώς άσκησε μεγάλη επίδραση η ατμόσφαιρα της Βιέννης της εποχής, ο πνευματικός και καλλιτεχνικός αναβρασμός της πόλης αλλά, ασφαλώς και οι άστατες πολιτικές συνθήκες: οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, το Συνέδριο της Βιέννης, ο ελληνικός Αγώνας της Ελευθερίας του 1821, τα γεγονότα του 1848, η παρακμή της φεουδαρχικής οικονομίας και η άνοδος της αστικής τάξης.
Χάρη στην αυστηρή, υποδειγματική ανατροφή του εκτός από την αρχή „noblesse obiige" (n ευγένεια υποχρεώνει) υιοθέτησε και τη „richesse obiige" (ο πλούτος υποχρεώνει). Το χρήμα γι' αυτόν ήταν μόνο ένα μέσο με τη βοήθεια του οποίου μπορούσε να ζει ζωή αρμόζουσα σ' έναν μεγιστάνα και να επιδίδεται σε ευεργετικά έργα.
Σίμων Σίνας είχε ισχυρούς δεσμούς με την Ουγγαρία. Είχε δίπλα του και έναν Ούγγρο παιδαγωγό, τον Zsigmond Józsa, «ο οποίος τον εδίδαξε την ουγγρικήν γλώσσαν και τω εξήγηοεν περί των θεσμών, ηθών, εθίμων και αρετών της Ουγγαρίας. Και προς τούτο τοιαύτη ήτο η φροντίς των σοφών γονέων, ώστε να στέλλουν τον υιό τους επί σειράν ετών εις τα κτήματα των ευρισκόμενα εν Simontornya της Ουγγαρίας, εν τω νομώ Tolna, δια τας θερινάς διακοπάς δια να γνωρίση και δια να αγαπήση επί τόπου την ωραίαν ουγγρικήν γην, τον εύρωστον και έντιμσν λαόν της: την εύηχον γλώσσαν του, τον ιδιότυπον τρόπον ζωής και τον ιδιαίτερον εθνικόν χαρακτήρα του.» (Lőrincz Tóth). Με τον Ούγγρο παιδαγωγό του έως τον θάνατο του τελευταίου συνδεόταν με δεσμούς βαθειάς, στενότατης φιλίας. Επίσης είχε φιλία με τον József Eötvös και τον Ferenc Deák - φέρεται ότι στην κηδεία του πατέρα του ζήτησε από τον τελευταίον «να είναι οδηγός και σύμβουλος τον εις τον δρόμον του ουγγρικού πατριωτισμού διότι αυτός θέλει να γίνη μάλλον Ούγγρος μεγαλοκτηματίας και πατριώτης παρά επιχειρηματίας και πολίτης του κόσμου.» (Lőrincz Tóth)
Ένα από τα σημάδια των ουγγρικών αισθημάτων του ήταν το γεγονός ότι είχε στην κατοχή του μερικά εξαιρετικά πολύτιμα παραδοσιακά ουγγρικά εορταστικά ενδύματα: το ωραιότερο το είχε παραγγείλει με την ευκαιρία της πρώτης επίσκεψης του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ στην Ουγγαρία.
βαρώνος, όπως και ο πατέρας του, είχε καλές σχέσεις με τον κόμη István Széchenyi, βοήθησε τον Széchenyi στην υλοποίηση των σχεδίων του: έγινε ένας από τους μεγαλύτερους μαικήνες των δημόσιων οργανισμών που ιδρύθηκαν και άρχισαν να ανθούν την εποχή εκείνη.
Είναι πολύ τιμητικό για έναν άνθρωπο εάν ένας εκ των συγχρόνων του (ο Lőrincz Tóth) εκφράζει γι' αυτόν μία γνώμη σαν την ακόλουθη:
«Όπως έχω ήδη αναφέρει, σννεδύαζε εν τη καλλίστη αναλογία τον βαρώνον και τον τραπεζίτην, ηαραχωρών, κατά τας ευγενείς τον κλίσεις, μεγαλύτερον ρόλον εις τον πρώτον παρά εις τον δεύτερον. Ηγάπα το χρήμα ουχί δια το χρήμα αλλ' ως μέσον τον καλού και τον ωραίου: ήτο φίλος των ηδονών αλλά πάντοτε μετ ευπρεπείας. Τω ήρεσεν η χλιδή διότι δι' αυτόν η προώθησις της βιομηχανίας και των τεχνών σνγκατελέγετο μεταξύ των καθηκόντων των πλονσίων. Το λεπτόν αισθητικόν του κριτήριον και η αγάπη της πολυτελείας οπού έμαθεν εις τας πόλεις τον κόσμου τον ηκολούθησαν έως της τελευτής του. Δεν επολλαπλασίασεν τα εκατομμύρια οπού εκληρονόμησεν από τον πατέρα του, δεν εκόμισεν ύδωρ εις την θάλασσαν, η πατρική περιουσία ίσως και ηλαττώθη εν ταις χερσί του γενναιόδωρου υιού, αλλ' αύτη Ά έλλειψις, μη ούσα αισθητή δι' αυτόν λόγω της μεγαλειώδους διαστάσεως του πλούτου του, υπηρέτα την ευτυχίαν των καλλιτεχνών και βιοτεχνών και διεσκορπίσθη εις χιλιάδας πεινώντα στόματα πτωχών.»
ταν ταχύς και γενναιόδωρος να βοηθάει κάθε φορά όταν υπήρχε ανάγκη άμεσης θεραπείας των κακών, π. χ. ζημιών από πλημμύρες ή φωτιά - ακόμα και όταν κάποιο εργοστάσιο κινδύνευε από κλείσιμο. Μερικές φορές, όταν η σοδειά κατε-στράφη από ανομβρία ή πλημμύρα, χάρισε το ενοίκιο στους μισθωτές των κτημάτων του. Κατάλαβε όμως ότι μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στην ανάπτυξη του ουγγρικού πολιτισμού και της οικονομίας μπορούν να επιτευχθούν με την υποστήριξη των εγχώριων ιδρυμάτων. Γι' αυτό και βοήθησε πρόθυμα κάθε εγχώρια οικονομική πρωτοβουλία. Στην Ουγγρική Οικονομική Ένωση, κατά την ίδρυση της το 1857, έδωσε 10.000 φιορίνια. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, και την Εμπορική Ακαδημία της Πέστης.
Με την απονομή βραβείων και την επιβράβευση εφευρέσεων ευρεσιτεχνιών υποστήριξε την εγχώρια γεωργία. Τα κτήματα του Σίμωνα Σίνα συμμετείχαν αρκετές φορές σε οικονομικές εκθέσεις, με καλά αποτελέσματα. Στις 3 και 4 Ιουνίου 1859 ο διαγωνισμός αρότρων της Ουγγρικής Οικονομικής Ένωσης διοργανώθηκε στο Ercsi, στο εκεί κτήμα του Σίμωνα. Επί σειρά ετών τα περιοδικά «Οικονομικά Φύλλα» και «Βουδαπεστινή Επιθεώρηση» εκδίδονταν χάρη στη δική του τακτική βοήθεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο βαρώνος υποστήριζε τα «Οικονομικά Φύλλα» και με άλλον τρόπο: παρήγγειλε το περιοδικό για τους διαχειριστές των κτημάτων του, δηλαδή, παράλληλα με την υποστήριξη του περιοδικού βοήθησε και την επιμόρφωση των υπαλλήλων του.
βαρώνος Σίμων Σίνας επιχορηγούσε τα σημαντικότερα, υπό διαμόρφωση τότε, πολιτιστικά ιδρύματα του ουγγρικού έθνους, έχοντας συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα τους στην πολιτιστική και πνευματική ανάπτυξη του ουγγρικού λαού. Έτσι έγινε υπέρμαχος της υπόθεσης του Εθνικού Θεάτρου, της Ανωτάτης Σχολής Εικαστικών Τεχνών και του Εθνικού Μουσείου.
Το Εθνικό Μουσείο είχε ιδρυθεί το 1802 από τον κόμη Ferenc Széchenyi, πατέρα του István Széchenyi. Η συλλογή, επί μακρό χρονικό διάστημα, «εφιλοξενείτο» σε άλλα κτίρια. Η προσφορά του κοινοβουλίου που συνεδρίασε από το 1832 έως το 1836 δημιούργησε τις οικονομικές βάσεις για την ανέγερση αυτοτελούς κτιρίου, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1847 βάσει των σχεδίων του Mihály Pollack. Η επίπλωση του, ελλείψει πόρων, προχωρούσε με πολύ αργό ρυθμό/Οταν, το 1857, ο Σίμων Σίνας έμαθε για τον φτωχικό εξοπλισμό της συλλογής νομισμάτων του μουσείο, έδωσε 2000 φιορίνια για την αναπλήρωση των ελλείψεων. Χάρη και στη δωρεά του το 1860 η συλλογή τελικά μπόρεσε να ανοίξει τις πόρτες της για το κοινό. Το 1857 έδωσε μεγάλο ποσό στο Εθνικό Μουσείο για την αγορά αντικειμένων από τις Κάτω Χώρες. Αξίζει ιδιαίτερη μνεία ότι, το 1875, όταν διαμόρφωσαν τον κήπο του Εθνικού Μουσείου, τα ωραιότερα δέντρα του πάρκου μεταφέρθηκαν εκεί από τα δάση του Gödöllő ως προσφορά του βαρώνου Σίνα.
ποστήριξε επανειλημμένες φορές to Εθνικό Θέατρο, συνολικά με 25.000 φιορίνια περίπου. Βοήθησε με δωρεές και το Ινστιτούτο Συντάξεων του θεάτρου και αγαπούσε να χαροποιεί τους προικισμένους καλλιτέχνες του θεάτρου με αναμνηστικά αντικείμενα μικρότερης ή μεγαλύτερης αξίας μετά τις παραστάσεις τους. Βοήθησε αρκετούς ηθοποιούς αν είχαν οικονομικά προβλήματα ή είχαν ανάγκη από ιατρική περίθαλψη. Ενίσχυσε με 6000 φιορίνια περίπου το Εθνικό Καζίνο επειδή - αν και ο ίδιος σπάνια εμφανιζόταν εκεί - κατάλαβε τη σημασία του.
Όταν δέχθηκε την επίσκεψη μιας επιτροπής που ήθελε να τον τιμήσει εκ μέρους διάφορων δημόσιων ιδρυμάτων, απέρριψε τις τιμές λέγοντας ότι «Ακόμη δεν αξίζει την ευγνωμοσύνην, ελπίζει να γίνη άξιος, βοηθούντος του θεού, μετά από χρόνια.» (Ταχυδρόμος των Κυριών, 12 Μαΐου 1857).
Έδωσε βοήθεια, χωρίς να του τη ζητήσουν, και σ' ένα παιδιατρικό νοσοκομείο, νηπιαγωγεία και το Ωδείο της Βουδαπέστης. Το 1857 παρήγγειλε, με δικές του δαπάνες, και την φωταγώγηση της Γέφυρας των Αλυσίδων. Επίσης, στο ίδιο έτος, πλήρωσε τις στολές των υπαλλήλων της γέφυρας.
![]() |
![]() |